- κονιατικός
- κονι-ᾱτικός, ή, όν, in neut. pl.,A stucco decorations, IGRom.1.743 (Trajana Augusta);
κ. ἔργα PPetr.3p.290
(iii B.C.), POxy.2145.2 (ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κ. ἔργα PPetr.3p.290
(iii B.C.), POxy.2145.2 (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κονιατικός — κονιατικός, ή, όν (Α) [κονιώ] κονιατός* («κονιατικὰ ἔργα») … Dictionary of Greek